- φυτοφάγο
- herbivore
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
δορκάδιο — το (AM δορκάδιον) νεοελλ. φυτοφάγο κολεόπτερο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. μσν. ζαρκάδι μικρής ηλικίας, ζαρκαδάκι αρχ. 1. ασημένιο κόσμημα με το σχήμα ζαρκαδιού 2. το φυτό δίκταμνο … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
μανάτος — Θηλαστικό της οικογένειας των τριχεχιδών, της τάξης των σειρηνιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Τrichechus manatus. Έχει χοντρό ατρακτοειδές σώμα, γκρίζου χρώματος, το οποίο καλύπτεται με αραιό τρίχωμα, και έχει μήκος έως 3,5 μ., ενώ… … Dictionary of Greek
πατέλα — (patella). Γένος θαλάσσιων γαστερόποδων, φυτοφάγο, που ζει προσκολλημένο στα βράχια. Το κρέας του τρώγεται ωμό ή αφού ψηθεί, κυρίως με ρύζι. Χρησιμοποιείται από τους ψαράδες για δόλωμα. Ζει σε όλες τις θάλασσες και είναι κυρίως γνωστό με το όνομα … Dictionary of Greek
πεδινός — (paedinus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των βλαψιδών. Το γένος αριθμεί δώδεκα είδη, που ζουν στην Ευρώπη. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο τεφρός, που έχει καστανό χρώμα με μαύρες γραμμές και στίγματα στη ράχη. Ζει σε άγονες εκτάσεις,… … Dictionary of Greek
πτιλόδους — ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος θηλαστικών που ανήκε στην τάξη πολυφυματικά, παρουσίαζε μεγάλες ομοιότητες με τα σύγχρονα τρωκτικά και ήταν φυτοφάγο … Dictionary of Greek
σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… … Dictionary of Greek
φυτοφαγικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοφαγία ή στον φυτοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytophagic < phytophagy (βλ. λ. φυτοφαγία). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1886 στον Γ. Δροσίνη] … Dictionary of Greek
αλπική πανίδα — Πολλά είδη χαρακτηριστικών ζώων της αλπικής περιοχής μοιάζουν με τα ζώα των αρκτικών περιοχών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν κοινή προέλευση. Κατά τη φάση της μέγιστης επέκτασης των παγετώνων της τεταρτογενούς,… … Dictionary of Greek
γεωμυΐδες — (geomyidae). Οικογένεια τρωκτικών θηλαστικών, η οποία αριθμεί εννέα γένη εκτός από εκείνα που έχουν εκλείψει. Οι γ. είναι ζώα γνωστά από το μειόκαινο. Το σώμα τους είναι κοντό, περίπου 20 εκ., με γαμψά και μακριά νύχια. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
παχυβραχίδα — (pachygnathus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των κρυπτοκεφαλιδών. Το γένος αριθμεί διάφορα έντομα με κυλινδρικό στόμα και πολλούς χρωματισμούς, που ζουν σε διάφορα δασικά δέντρα. Aξιολογότερο είδος είναι η π. η στικτή, χρώματος… … Dictionary of Greek